Π πατσάβρα (η) Από Lexiko - 9 Απριλίου, 2018 0 39 παλιόπανο της κουζίνας, πατσαβούρι, πατσαβούρα, μτφ, η βρώμικη, ελεεινή και άχρηστη γυναίκα, αυτή που έχει βρώμικη ψυχή, η πονηρή. Συνήθης φράση: Ε τη πατσάβρα, δεν εσκέφτηκε μηδε τα κοπέλια τση οντε -ν ήκανε τσι βρωμιές τση