Π παστουρώνω Από Lexiko - 9 Απριλίου, 2018 0 11 παστώνω, βάζω πολύ ποσότητα, πασαλοίβω με πολύ υλικό. Συνήθης φράση: Επαστούρωσες το φαΐ με ένα σωρό αλάτσα, και δα δε τρώγεται