Π πάσπαρος (ο), πάσπαλη, πασπάλη (η) Από Lexiko - 9 Απριλίου, 2018 0 17 πάκονιορτός, σκόνη, σκόνη των δρόμων, σκόνη από άχυρα σε αλώνια ή αλωνιστικές μηχανές , σκόνη η χολέρα των δένδρων κλπ