Π παρτήρω, παρτίρω, παρταίρνω Από Lexiko - 9 Απριλίου, 2018 0 19 βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω, έχω υποστεί πολλά δεινά, έχω τραβήξει του Χριστού τα πάθη. Συνήθης φράση: Ένας θεός κατέχει ήντα επάρτηρα μοναχή μου να μεγαλώσω πέντε κοπέλια