Π παραμεργιάζω, παραμερώ Από Lexiko - 27 Μαΐου, 2018 0 8 παραμερίζω, βάνω στην άκρη, βάνω στην άκρη το μικρό αρνί ή κατσίκι και δέν το αφήνω να πλησιάσει τη μάνα του να βυζάξει, σταδιακά εμποδίζω (σακάζω) το μικρό ζώο να βυζάξει, απογαλακτίζω