Π παλιόβρεμα (το) Από Lexiko - 27 Μαΐου, 2018 0 9 το μπαγιάτικο παξιμάδι, το παξιμάδι που έχει βουτηχτεί στο νερό, αλλά έχει μείνει αφάγωτο πολλές ώρες. Συνήθης φράση: Φέρε μου παέ ένα ντάγκο ψωμί να τον -ε βρέξω να φάω σαν άθρωπος, μόνο μου κουβάλησες ούλα τα παλιοβρέματα