Π παχνιά (η) Από Lexiko - 9 Απριλίου, 2018 0 32 η ποσότητα άχυρου ή σανού, που θα φάει το γαϊδούρι άλογο κλπ. η ποσότητα άχυρου ή σανού που χωράει στη ματζαδούρα του ζώου (φάτνη), το φαΐ σε σανό ή άχυρο μιας βραδιάς του ζώου. Συνήθης φράση: Αμε να βάλεις των εχνώς (ζώων) από μια παχνιά άχερα