Ο ορνικός -η -ο Από cretanlexiko - 5 Ιουλίου, 2016 0 75 ήσυχος, ανενόχλητος, ελεύθερος στην ησυχία του. Συνήθης φράση: Άστονε μωρέ ορνικό του = άφησέ τον στην ησυχία του