Ο ομπριά, ομπρουλιά (η) Από cretanlexiko - 5 Ιουλίου, 2016 0 25 μικρή απότομη βροχή. (αρχ. ομπρά, όμβρος). Συνήθης φράση: Σάλευγε γερά γερά γιατί γιάε, έρχεται η ομπριά!