Ν νυματώ -ίζω Από cretanlexiko - 28 Ιουνίου, 2016 0 12 καρφώνω ένα μυτερό αντικείμενο στα καπούλια του γαϊδάρου για να τρέξει γρηγορότερα. Μτφ, βάζω φιτιλιές: Παράτα τόνε στην ησυχία του μη τόνε νυματάς