Ν νύμα, νυματερό (το) Από cretanlexiko - 28 Ιουνίου, 2016 0 39 μεταλλικό καρφί, ή μυτερό ξύλο που μπορεί να καρφώσει. Συνήθης φράση: Πιάσε κιονέ το νύμα να νυματάς το γάιδαρο στη καπούλα να τρέχει γερά γερά