Ν ντιβάνω, αντιβάνω Από Lexiko - 25 Σεπτεμβρίου, 2016 0 5 μεταπείθω, βάζω λόγια, κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη. Συνήθης φράση: Εγώ είχα κανονισμένη τη δουλειά, μα πήγε η λεγάμενη και αντίβαλε το προξενιό