Ν νταντεύω, νταντεύγω Από Lexiko - 25 Σεπτεμβρίου, 2016 0 17 περιποιούμαι, φροντίζω, μεγαλώνω το μωρό. Συνήθης φράση: Θαρείς πως εγώ θα κάθομαι να σε νταντεύγω σα με να γεράσεις;