Ν νταγκάδα (η) Από Lexiko - 25 Σεπτεμβρίου, 2016 0 21 η άσχημη μυρωδιά του χαλασμένου λαδιού. Συνήθης φράση: Εχάλασε θαρρώπως το λάδι μας γιατί γροικώ και βγάνει μια νταγκάδα