Μ μπολίδα (η), μπολίδι , μπόλι (το) Από Lexiko - 28 Μαΐου, 2018 0 39 γυναικείο κάλυμμα κεφαλής, άσπρο γυναικείο κεφαλομάντηλο, στενό ύφασμα μεταξωτό που το βάζανε στο κεφάλι, ύφασμα μακρύ με κρόσσια που το έβαζαν στη μέση