Μ μπήχνω, μπήχνομαι Από Lexiko - 4 Οκτωβρίου, 2018 0 7 καρφώνω, τσακώνομαι ορμώ, προσπαθώ, προκαλώ, μπαίνω στη μάχη, συνορίζομαι. Συνήθεις φράσεις: Μη του μπήχνεσαι και πολύ, γιατί αυτός είναι πχιά δυνατός (=προκαλέις). Ή: Τα μπήξανε ο Γιάννης με το Μανώλη και έγινε χαμός (=τσακωθήκανε) Αρχ. εμπήγνυμι