Μ μπαιλντίζω Από Lexiko - 4 Οκτωβρίου, 2018 0 9 αγαναχτώ, απηυδίζω,δυσανασχετώ, λιποθυμώ, υποφέρω, υποβάλλομαι σε μεγάλο κόπο, κουράζομαι. (Τουρκ bayilmak)