Μ μούτσουνο (το), μουτσούνα (η) Από Lexiko - 4 Οκτωβρίου, 2018 0 20 μούρη, πρόσωπο ανθρώπου, μουσούδα ζώου. μτφ μουτσούνα = σκατόφατσα, κακόψυχος άνθρωπος. Συνήθης φράση: Ιδέ μια μουτσούνα που θάργιες πως δέν θα ‘λα σε ανακαλύψω