Μ μουστρουχίνα (η), μουστρουχίνι (το) Από Lexiko - 4 Οκτωβρίου, 2018 0 27 μεταλλικό συρμάτινο φίμωτρο ζώων, κυρίως αυτοσχέδιο με ειδικό σύρμα, το φόραγαν στα ζώα καθ οδόν να μην ορμάνε στα ξένα χωράφια και κάνουν ζημιές