Λ λύτη (η), λιγαβρές, διγαβρές (ο) Από cretanlexiko - 1 Ιουνίου, 2016 0 157 έγνοια, κουβέντα, ασχολία, απασχόληση. Συνήθεις φράσεις: Μα καλά, δεν έχετε άλλη λύτη, και μας έχετε ούλη μέρα στη μπούκα σας; Δε ξανοίγετε λέω γώ τα χάλια σας; Ή: Καλά, άλλο λιγαβρέ δεν είχα, απ το να ασχολούμαι με τα σας