Κ κουβαλές (ο) Από cretanlexiko - 22 Ιουνίου, 2016 0 27 εκείνος που η εργασία του είναι να κουβαλά. Συνήθης φράση: Εμένα ο γιος μου θα πάει στο Μαλεβίζι σαν κουβαλές στα σταφύλια