το κοπάδι κυρίως από αιγοπρόβατα (αρχ. κούρα = φροντίδα). Συνήθεις φράσεις: Εμπήκε ένα κουράδι μπρόβατα και κρεμαστήκανε κάτω απ ‘τσι ελιές και τσι κάμανε κουτσούρι κουτσούρι. Ή: Ήπεσε ένα κουράδι σπουεγίτες στο σπαρμένο και το ρήμαξε
το κοπάδι κυρίως από αιγοπρόβατα (αρχ. κούρα = φροντίδα). Συνήθεις φράσεις: Εμπήκε ένα κουράδι μπρόβατα και κρεμαστήκανε κάτω απ ‘τσι ελιές και τσι κάμανε κουτσούρι κουτσούρι. Ή: Ήπεσε ένα κουράδι σπουεγίτες στο σπαρμένο και το ρήμαξε