Κ κουλαντρίζω Από cretanlexiko - 22 Ιουνίου, 2016 0 25 κουμαντάρω, εξουσιάζω, υποτάσσω, διοικώ, διαχειρίζομαι, φροντίζω. Συνήθεις φράσεις: Ε μα όσο πάει γίνεται πιά καπάτσα και δε τη κουλαντρίζω μπλιό. Ή: Για έλα παέ να ξεσύρομε ετηνέ τη πέτρα, γιατί δε τη κουλαντρίζω