Κ κορνιάζω, κορμνιάζω Από cretanlexiko - 22 Ιουνίου, 2016 0 32 πήζω, σκληραίνω, ξυλιάζω, μουδιάζω. Συνήθεις φράσεις: Εκόρνιασε το τσιμέντο στο σακί. Ή: εκόρμνιασε ο πόδας μου ετόση να ώρα να κάθομαι. (εμούδιασε)