Κ κοπανιάς, κοπανές (μιας) Από cretanlexiko - 22 Ιουνίου, 2016 0 12 μιας κοπανιάς, κάποια στιγμή, ξαφνικά. Συνήθης φράση: Και μιας κοπανιάς εκεί που κοιμόμαστε όξω εντάκαρε να βρέχει