Κ κομάγρα (η) Από cretanlexiko - 24 Ιουνίου, 2016 0 18 ατονία, αδυναμία, κούραση. Συνήθης φράση: Έχω μνιά κομάγρα, που δε μπορώ να σύρω τα πόδια μου