Κ κωλοβοσερμαθιά, βολοσερμαθιά (η) Από cretanlexiko - 15 Ιουνίου, 2016 0 38 το ίχνος που αφήνει ένα συρόμενο αντικείμενο. Συνήθης φράση: Ντα τον όφη θωρείς, και τη κωλοβοσερμαθιά γυρεύεις;