Κ κολαούζος (ο) Από cretanlexiko - 24 Ιουνίου, 2016 0 20 οδηγός στο δρόμο, σύμβουλος, συνοδοιπόρος έμπειρος. Συνήθης φράση – παροιμία: Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει