Γ γουρνιάζει Από cretanlexiko - 28 Μαΐου, 2016 0 8 το νερό πού μαζεύεται σε ένα κοίλωμα. Συνήθης φράση: Άμε να ιδείς που γουρνιάζει το νερό και δεν κατεβαίνει, πάρε και ένα σκαλιδάκι να το ξεγουρνιάσεις