Γ γειαίνω Από cretanlexiko - 8 Ιουνίου, 2016 0 21 (σαν παθητικό) – γίνομαι καλά, υγιαίνω, θεραπεύομαι, (σαν ενεργητικό) = γιατρεύω, θεραπεύω, κάνω καλά κάποιον με φάρμακα