Γ γαμπαδιασμένος -η -ο Από cretanlexiko - 8 Ιουνίου, 2016 0 75 κατσιασμένος, καχεκτικός, υποανάπτυκτος κυρίως λόγω ψύχους. Συνήθης φράση: Από τσι παγωνιές εγαμπαδιάσανε τα μαρουλάκια και ετσα απού τα βάλαμε επομείνανε