Φ φυσάτο (το) Από cretanlexiko - 1 Ιουλίου, 2016 0 37 θράσος, αναίδεια. Συνήθης φράση: Ιδέ ενα φυσάτο απού χει εκεινέ η κοπελιά, σα δε ντρέπεται