Φ φρύσαλο, φρύγανο (το) Από cretanlexiko - 1 Ιουλίου, 2016 0 10 λεπτό σκουπίδι, φρύγανο αποξηραμένο που παρασύρεται από τον άνεμο, σκουπιδάκι του ματιού