Φ φκαρώνω, φουκαρώνω Από Lexiko - 24 Αυγούστου, 2016 0 55 βάζω το μαχαίρι στο φουκάρι, Βάζω στο θηκάρι το μαχαίρι, φοράω παπούτσι ή ρούχο