Φ φελώ Από Lexiko - 24 Αυγούστου, 2016 0 54 ωφελώ, προκόβω, αξίζω. Συνήθης φράση – παροιμία: Απου φελά παντού φελα = αυτός που είναι χρήσιμος σε ένα πράγμα, παντού είναι χρήσιμος