Δ δρουβάς, ντρουβάς, ντορβάς (ο) Από cretanlexiko - 28 Μαΐου, 2016 0 29 ειδικό ταγάρι που κρέμαγαν στο λαιμό των μεγαλύτερων ζώων με τροφή, ταγή, κριθάρι, ρόβι κλπ . Όταν τα ζώα έκαναν δουλειές τότε δεν είχαν μόνο άχυρο το βράδυ, αλλά και εκλεκτή τροφή να τους δώσει δυνάμεις