Δ διμουρεύω -ομαι Από cretanlexiko - 11 Ιουνίου, 2016 0 12 δείχνω δύο πρόσωπα σε κάποιο, το καλό και το κακό, κατηγορώ κάποιο που τά’χω καλά πίσω από την πλάτη του