Δ δίχτυ (το) Από cretanlexiko - 28 Μαΐου, 2016 0 8 συρματόπλεγμα, κοτετσόσυρμα. Συνήθης φράση: Επήγα σήμερο και ήβανα δίχτυ γύρου γύρου στο περβόλι