Δ διαρμίζομαι, διαρμίζω Από cretanlexiko - 11 Ιουνίου, 2016 0 223 συγυρίζω, καθαρίζω το σπίτι, αδειάζω το χώρο από τα άχρηστα. Συνήθης φράση: Πάλι αδιάρμιστα άφηκες το σπίτι; Να μου διαρμιστείτε από παδά = να μου αδειάσετε τη γωνιά, να εξαφανιστείτε
και η ρίζα;;;;;;