Δ διάονε Από cretanlexiko - 11 Ιουνίου, 2016 0 11 διάολε. Συνήθης φράση: Ω διάονε κι α δεν έρθει, δέ θα τα βάψω και μαύρα! Που διάονε πάτε; Ω διάονε! – σκασίλα μου