Χ χρειγιά (η) Από cretanlexiko - 30 Ιουνίου, 2016 0 7 χρειαζούμενο, δοχείο που μπορεί να χωρέσει κάτι, όπως λεκάνη κουβάς, σακί, σακούλα κλπ. Συνήθης φράση: Πχιάσε μνιά χρειγιά να βάλεις εκεινεσές τσι πατάτες, να τσι πάς του κυρού σου