Χ χωσά (η) Από cretanlexiko - 29 Ιουνίου, 2016 0 43 ενέδρα, στένω χωσα= κάνω ενέδρα. Συνήθης φράση: Πιάνει και στένει ντου χωσά, κι επίβουλο καρτέρι, ξαρμάτωτο τον ήβρικε, κι είχε αδειανά τα χέρια