Χ χναράφτης, αχναράφτης (ο) Από Lexiko - 18 Σεπτεμβρίου, 2016 0 19 ο έχων μεγάλα αφτιά σαν χνάρια (χνάρι = το ένα φύλλο του παστού μπακαλιάρου), ανυπάκουος, κουφιοκέφαλος, ο ακούων αλλά είναι αδιάφορος. Συνήθης φράση: Έπιασε ο χναράφτης και πήγε στο καφενείο και δεν επήγε στη δουλειά που τον ήπεψα