Χ χλεντζά (η), χιλές (ο) Από Lexiko - 18 Σεπτεμβρίου, 2016 0 10 διαβολιά κατά την ώρα του παιγνιδιού, παραβίαση των κανόνων του παιγνιδιού. Συνήθης φράση: Δέ ξαναπαίζω ντελιμά με τα σένα, όλο χλεντζές άνεις (διαβολιές)