Χ χιαλέπι, χιαλεπιτζίδικα (τα) Από Lexiko - 18 Σεπτεμβρίου, 2016 0 14 καταστροφή, άνω κάτω. Συνήθης φράση: Εμπήκε στο μαγαζί μεθυσμένος και τά ‘καμε ούλα χιαλεπιτζίδικα, (σε άθλια κατάσταση)