Χ χάρχαλο, τσάχαλο (το) Από Lexiko - 18 Σεπτεμβρίου, 2016 0 78 θόρυβος σε κάποια εργασία. Συνήθης φράση: Μην κάνεις χάρχαλο γιατί κοιμάται το κοπέλι