Χ χάρχαλο, τσάχαλο (το) Από Lexiko - 18 Σεπτεμβρίου, 2016 0 27 θόρυβος σε κάποια εργασία. Συνήθης φράση: Μην κάνεις χάρχαλο γιατί κοιμάται το κοπέλι