Χ χαρχαλέυω, χαρχαλεύγω, τσαχαλέυω, τσαχαλεύγω Από Lexiko - 18 Σεπτεμβρίου, 2016 0 16 θορυβώ ενώ φτιάχνω κάτι, κάνω θόρυβο ξεσκαλίζοντας κάτι. Συνήθης φράση: Μα ήντα χαρχαλέυγεις ετά στο συρτάρι και δέ μ’ αφήνεις να κοιμηθώ;