Χ χάλι, χάλιο (το) Από Lexiko - 18 Σεπτεμβρίου, 2016 0 16 σκουπιδιάρη, αθλιότητα. πλυθ. χάλια (σκουπίδια, αθλιότητες). Συνήθης φράση: Ελα παέ ξάνοιξε γιατί θαρρώ πως εμπήκε ένα χάλιο στ’ αμάτι μου. Ή: Δε θωρείς το χάλι σου καημένε μόνο μου θές και παντριές