Χ χαλαζάρης (ο) Από Lexiko - 18 Σεπτεμβρίου, 2016 0 9 ο χοίρος που έχει προσβληθεί από την αρρώστια χάλαζη. Φράση από τον Καζαντζάκη: Καλός καλός ο χοίρος μας, μα βγήκε χαλαζάρης