Χ χαλαφτανάς (ο) Από Lexiko - 18 Σεπτεμβρίου, 2016 0 121 ο αχαΐρευτος, ο ανεπρόκοπος. Συνήθης φράση: Δέ φτάνει που μόλις εντάκαρε το κοπέλι να διαβάσει, πάνω στην ώρα επλακώσανε δυο τρείς χαλαφτανάδες, πού να διαβάσει!